ΤΟ ΠΙΘΑΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ












Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

Ancient sparta theater.jpgΗ Σπάρτη (Σπάρτα στη Δωρική διάλεκτο, Σπάρτη στην Αττική διάλεκτο) ήταν πόλη-κράτος στην Αρχαία Ελλάδα που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ευρώτα στη Λακωνία στο νότιο ανατολικό μέρος της Πελοποννήσου. Έχει μείνει γνωστή στην παγκόσμια ιστορία για τη στρατιωτική δύναμή της, την πειθαρχία της, τον ηρωισμό της και το μεγάλο αριθμό των δούλων της. Επίσης, είναι γνωστή και στην Ελληνική Μυθολογία, κυρίως για τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης οφειλόταν στο σύστημά της Αγωγής που είχε επιβάλει η νομοθεσία του Λυκούργου, κάτι που ήταν μοναδικό στην Αρχαία Ελλάδα. Η ιστορική περίοδος της Σπάρτης αρχίζει μετά την Κάθοδο των Δωριέων γύρω στο 1100 π.Χ., (αν και η αρχαιολογία υποστηρίζει ότι η κάθοδος των Δωριέων έγινε αργότερα) και τελειώνει κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, αν και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την επίδραση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού στην περιοχή πολύ πριν την άφιξη των Δωριέων, πράγμα που θεωρείται η προϊστορία της Αρχαίας Σπάρτης. Κατά τη διάρκεια της Κλασσικής Αρχαιότητας η Σπάρτη ήταν μία από τις δύο πιο ισχυρές πόλεις-κράτη στην Αρχαία Ελλάδα, μαζί με την Αθήνα. Η Σπάρτη άρχισε να αναδύεται ως πολιτικο-στρατιωτική δύναμη στην Ελλάδα κατά την αρχή της Αρχαϊκής Εποχής μετά το τέλος των σκοτεινών χρόνων της Γεωμετρικής Εποχής και έφτασε στην απόλυτη ακμή της μετά τη νίκη της στονΠελοποννησιακό Πόλεμο επί της Αθήνας και των συμμάχων της, όταν και πέτυχε να επιβάλει την ηγεμονία και την επιρροή της στο μεγαλύτερο μέρος του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η ηγεμονία της δεν κράτησε πολύ και μετά τις ήττες της από τους Θηβαίους το 371 π.Χ. στα Λεύκτρα και το 362 π.Χ. στη Μαντίνεια έχασε την παλαιά της δύναμη, ταυτόχρονα και με την άνοδο του βασιλείου της Μακεδονίας άρχισε να παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Κάποιες αναλαμπές τον 3ο αιώνα π.Χ. δεν εμπόδισαν την παρακμή της ακολουθώντας την μοίρα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Όμως και κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας συνέχισε να αποτελεί πόλο έλξης λόγω της πλούσιας ιστορίας της.

Sparta territory.jpg

Γεωγραφικό πλαίσιο

Σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., το σπαρτιατικό κράτος εκτεινόταν στα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου,[1] περίπου δηλαδή 8.500 km², έκταση τριπλάσια των Αθηνών.[2] Περιελάμβανε δύο κύριες περιοχές, τις οποίους διαχώριζαν οροσειρές.
Η Λακωνία, αν επιθυμούμε να την ορίσουμε αυστηρά, περιορίζεται στα δυτικά από το όρος Ταΰγετος, ενώ στο νότο και την ανατολή από το Μυρτώο Πέλαγος.[3] Τα σύνορά της στο βορρά ήταν ευμετάβλητα: το 545 π.Χ. η Σπάρτη, υπό το βασιλιά της Εχέστρατο, κατέκτησε την εύφορη πεδιάδα της Κυνουρίας, την οποία είχε αποικήσει σύμφωνα με το μύθο ο Κύνουρος, γιος του Περσέα από τοΆργος. Έκτοτε τα όρια της περιοχής περνούν από τα περίχωρα της Θυρέας (κοντά στο σύγχρονο Άστρος), η περιοχή της κόμης τουΤυρού και των Πρασιών ήταν τα φυσικά σύνορα και ποτέ δεν χάθηκαν από την Σπάρτη, το νότιο τμήμα του Παρθενίου όρους, την κοιλάδα του Ευρώτα (περιλαμβάνοντας και τη Σκυρίτιδα) και έπειτα την περιοχή στα πόδια του Χελμού, που ταυτίζεται με τηΒελμινάτιδα.
Η Μεσσηνία, η οποία κατακτήθηκε κατά τους ομώνυμους πολέμους, περικλείεται στα βόρεια από τον ποταμό Νέδα και τα Αρκαδικά Όρη, στα ανατολικά από το όρος Ταΰγετος, στα νότια από τον Μεσσηνιακό Κόλπο και στα δυτικά από το Ιόνιο Πέλαγος. Περιλαμβάνει μεγάλους ορεινούς όγκους, ανάμεσα στους οποίους τα όρη της Κυπαρισσίας και την Ιθώμη. Στο μέσον βρίσκεται η κοιλάδα της Μεσσηνίας, την οποία βρέχει ο ποταμός Πάμισος.
Τη Λακωνική Πολιτεία αποτελούσαν αρχικά τέσσερις κώμες με τα ονόματα ΚόνουραΛίμναιΜεσόα και Πιτάνα.[1] Μια πέμπτη, σε απόσταση κάποιων χιλιομέτρων, οι Αμύκλαι, προστέθηκαν σε μια άγνωστη εποχή.[4]

Τοπωνύμια στο μύθο

Ο περιηγητής Παυσανίας παραθέτει πλούσιες πληροφορίες σχετικά με τη μυθολογική προέλευση πολλών από τα παραπάνω χαρακτηριστικά τοπωνύμια. Σύμφωνα με τη διήγηση των Σπαρτιατών, πρώτος βασιλιάς της χώρας τους (που τότε δεν αποκαλούταν έτσι) ήταν ο Λέλεγας. Από το όνομά του και οι κάτοικοι ονομάζονταν Λέλεγες. Ο βασιλιάς απέκτησε δύο παιδιά: το Μύλη και τον Πολυκάονα. Ο δεύτερος νυμφεύτηκε την κόρη του βασιλιά του Άργους Τρίοπα, την όμορφη Μεσσήνη. Εκείνη, αντιλαμβανόμενη πως ο άνδρας της ως δευτερότοκος δεν θα αναλάμβανε ποτέ το θρόνο, τον προέτρεψε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Περνώντας τα βουνά ανακάλυψαν μια μεγάλη και εύφορη πεδιάδα. Εκεί έχτισαν μια πόλη, τη Μεσσήνη. Ο Πολυκάονας έγινε βασιλιάς της χώρας εκείνης που ονόμασε επίσης από τη σύζυγό του, Μεσσηνία.[5]
Στη Σπάρτη, τον Λέλεγα διαδέχτηκε ο Μύλης και το Μύλη ο Ευρώτας. Ο ευφυής αυτός βασιλιάς εμπνεύστηκε ένα μεγαλεπήβολο έργο. Την κοιλάδα στην οποία βρισκόταν η χώρα του πλημμύριζε ένας ποταμός σχηματίζοντας μια μεγάλη λίμνη. Με την κατασκευή μιας διώρυγας ο ποταμός περιορίστηκε στην κοίτη του, αφήνοντας ελεύθερη την εύφορη κοιλάδα. Έτσι ο ποταμός πήρε το όνομα του βασιλιά, Ευρώτας. Ο Ευρώτας δεν άφησε αρσενικούς απογόνους, ωστόσο είχε μια κόρη, τη Σπάρτη. Διάδοχος ορίστηκε ο αρραβωνιαστικός της, ο Λακεδαίμονας. Ο βασιλιάς αυτός έδωσε το όνομά του στη χώρα του. Για πρωτεύουσά του έχτισε μια πόλη, την οποία ονόμασε Σπάρτη, τιμώντας τη σύζυγό του. Έδωσε δε και στο μεγάλο βουνό που χώριζε τη χώρα του από τη Μεσσηνία το όνομα της μητέρας του, της Ταϋγέτης. Τέλος, ο γιος του, ο Αμύκλας, άφησε και ο ίδιος το όνομά του στην ιστορία, χτίζοντας μια πόλη, γνωστή ως Αμύκλαι.[5]
Σημειώνεται πως απόγονοι αυτών των προσώπων ήταν, σύμφωνα πάντα με την προφορική παράδοση, οι ήρωες του τρωικού κύκλου: ΕλένηΚλυταιμνήστραΔιόσκουροι καιΠηνελόπη.

Προϊστορία

Είναι δύσκολο για τους σύγχρονες μελετητές να ανασυνθέσουν την προϊστορία της Αρχαίας Σπάρτης, καθώς οι γραπτές πηγές είναι πολύ απομακρυσμένες χρονικά από τα γεγονότα, τα οποία είχαν ήδη κατά πολύ αλλοιωθεί από την προφορική παράδοση.[6] Εντούτοις, η αρχαιότερη σίγουρη ένδειξη ανθρώπινης εγκατάστασης στην περιοχή της Σπάρτης είναι η εύρεση κεραμικών που χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική περίοδο κοντά στο Κουφόβουνο, περίπου δυο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης.[7] Αυτά είναι τα αρχαιότερα ίχνη του αυθεντικού Μυκηναϊκού Σπαρτιατικού πολιτισμού, στον οποίο γίνεται αναφορά στην Ιλιάδα του Ομήρου.
Ο πολιτισμός αυτός φαίνεται πως έπεσε σε παρακμή προς το τέλος της Εποχής του Χαλκού, όταν ελληνικές πολεμικές φυλές Δωριέων από την Ήπειρο και τη Μακεδονίακατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο.[8] Οι Δωριείς κατά τα φαινόμενα άρχισαν να επεκτείνουν τα σύνορα της σπαρτιατικής επικράτειας προτού καν ιδρύσουν το δικό τους κράτος.[9] Πολέμησαν ενάντια στους Δωριείς του Άργους στα ανατολικά και νοτιοανατολικά, καθώς και τους Αρκάδες Αχαιούς στα βορειοδυτικά. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις πως η ίδια η Σπάρτη, εξαιρετικά δυσπρόσιτη εξαιτίας της τοπογραφίας της κοιλάδας του Ταΰγετου, κρίθηκε από την εποχή εκείνη επαρκώς ασφαλής, γι’ αυτό και δεν οχυρώθηκε ποτέ.[9]
Ανάμεσα στον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες γνώρισαν μια περίοδο αναρχίας και εσωτερικών συγκρούσεων, για την οποία παραθέτουν μαρτυρίες τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Θουκυδίδης.[10] Ως αποτέλεσμα προχώρησαν σε μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες αργότερα απέδωσαν σε έναν ημι-μυθικό νομοθέτη, τονΛυκούργο.[11] Αυτές οι μεταρρυθμίσεις σηματοδοτούν την ανατολή της Κλασικής Σπάρτης.

Κλασική Σπάρτη


τά το Δεύτερο Μεσσηνικό Πόλεμο, η Σπάρτη αναδείχτηκε μεγάλη δύναμη τόσο σε τοπικό όσο και σε πανελλήνιο επίπεδο. Κατά τους επόμενους αιώνες, η φήμη της στρατιωτικής δύναμης των σπαρτιατών δεν είχε αντάξιά της.[12] Το 480 π.Χ. μια μικρή δύναμη Σπαρτιατών, Θεσπιέων και Θηβαίων με επικεφαλής το βασιλιά Λεωνίδα διεξήγαγε μια θρυλική μάχη μέχρις έσχατων στις Θερμοπύλες απέναντι στον κολοσσιαίων διαστάσεων περσικό στρατό, προκαλώντας αναρίθμητες απώλειες προτού τελικά περικυκλωθεί.[13] Η υπεροχή του εξοπλισμού και της στρατιωτικής τέχνης των οπλιτών της σπαρτιατικής φάλαγγας φάνηκε και πάλι ένα χρόνο αργότερα όταν ο σπαρτιατικός στρατός, αυτή τη φορά σε απαρτία, οδήγησε μια συνδυασμένη δύναμη ελληνικών πόλεων κατά των Περσών στις Πλαταιές.
Η αποφασιστική νίκη στη Μάχη των Πλαταιών έδωσε τέλος στους Περσικούς Πολέμους, καθώς και στη φιλοδοξία των Περσών να επεκταθούν σε ευρωπαϊκά εδάφη. Παρόλο που τη μάχη έφερε σε πέρας μια στρατιά από άνδρες από κάθε γωνιά του ελληνικού κόσμου, τα εύσημα δόθηκαν στη Σπάρτη, η οποία πέραν του ότι πρωταγωνίστησε στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές, ήταν ο de facto αρχηγός της ελληνικής εκστρατείας.[14]
Κατά την ύστερη κλασική περίοδο, η Σπάρτη από κοινού με την Αθήνα, τη Θήβα και την Περσική Αυτοκρατορία αποτέλεσαν τις κυριότερες δυνάμεις που μάχονταν μεταξύ τους για την επικράτηση. Ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του Πελοποννησιακού Πολέμου η Σπάρτη, παραδοσιακά πολιτισμός της ξηράς, έγινε ισχυρή ναυτική δύναμη. Στον κολοφώνα της δύναμής της η Σπάρτη υποχρέωσε σε ήττα πολλές από τις σημαντικότερες ελληνικές πόλεις – κράτη, καταφέρνοντας να επιβληθεί τελικά και του πανίσχυρου αθηναϊκού στόλου. Προς το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., η Σπάρτη ξεχώριζε ως η δύναμη που είχε νικήσει την Αθήνα και που είχε εισβάλλει στην Περσία, μια περίοδος που είναι γνωστή και ως «Σπαρτιατική ηγεμονία».
Στα πλαίσια του Κορινθιακού Πολέμου η Σπάρτη αντιμετώπισε ένα συνασπισμό των σημαντικότερων ελληνικών κρατών: της Θήβας, της Αθήνας, της Κορίνθου και του Άργους. Αρχικά στη συμμαχία αυτή παρείχε την υποστήριξή της η Περσία, της οποίας τα εδάφη στην Ανατολία είχαν γνωρίσει σπαρτιατική εισβολή και έτσι βρισκόταν σε επιφυλακή για περαιτέρω επέκταση της Σπάρτης στην Ασία.[15] Η Σπάρτη κατάφερε να πετύχει μια σειρά από νίκες στην ξηρά, ωστόσο αρκετά από τα πλοία της καταστράφηκαν στην Κνίδοαπό τον ελληνο-φοινικικό στόλο μισθοφόρων που η Περσία παρείχε στην Αθήνα. Το γεγονός αυτό τραυμάτισε σε μεγάλο βαθμό το σπαρτιατικό ναυτικό, αν και δεν τερμάτισε τις φιλοδοξίες της για επέκταση στα περσικά εδάφη, μέχρι που ο Κόνων από την Αθήνα λεηλάτησε τη σπαρτιατική ακτογραμμή και προκάλεσε τον αρχαίο φόβο των Σπαρτιατών για επανάσταση των ειλώτων.[16]
Μετά από μερικά ακόμη χρόνια πολέμου, η «Ειρήνη του Βασιλέως» υπογράφτηκε, σύμφωνα με την οποία όλες οι ελληνικές πόλεις της Ιωνίας θα παρέμεναν ανεξάρτητες και τα ασιατικά σύνορα της Περσίας δεν θα απειλούνταν πλέον από τη Σπάρτη.[16] Αποτελέσματα του πολέμου αυτού ήταν η δυνατότητα επέμβασης στα ελληνικά πράγματα που απέκτησαν οι Πέρσες, αλλά και η επιβεβαίωση της ηγεμονικής θέσης την οποία κατείχε η Σπάρτη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.[17] Η Σπάρτη έπεσε σε παρακμή μετά από μια συντριπτική ήττα του στρατού της από τους Θηβαίους του Επαμεινώνδα στη Μάχη των Λεύκτρων. Αυτή ήταν η πρώτη μάχη στην ξηρά που έχασε ένας σπαρτιατικός στρατός σε πλήρη απαρτία.
Καθώς η ιδιότητα του πολίτη κληρονομούνταν μέσω αίματος, η Σπάρτη κλήθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ύπαρξης στα εδάφη της ενός υπεράριθμου πλήθους ειλώτων σε σχεση με τους ελεύθερους πολίτες, τους λεγόμενους «Ομοίους». Η ανησυχητική μείωση των Ομοίων στη Σπάρτη, συχνά αποκαλούμενη στις πηγές «ολιγανθρωπία», επισημαίνεται από τον Αριστοτέλη.

Ελληνιστική και ρωμαϊκή Σπάρτη

Η Σπάρτη δεν κατάφερε ποτέ να αναπληρώσει τον αριθμό ενηλίκων ανδρών που έχασε στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., και στις επαναστάσεις των ειλώτων που ακολούθησαν. Ωστόσο εξακολούθησε να παραμείνει ισχυρή δύναμη στην περιοχή για δύο αιώνες ακόμη. Ούτε ο Φίλιππος Β', ούτε ο γιος του Αλέξανδρος, προσπάθησαν καν να κατακτήσουν τη Σπάρτη. Ήταν αρκετά αδύναμη για να αποτελέσει σημαντική απειλή, αλλά οι ικανότητες του στρατού της παρέμεναν τόσο μεγάλες που οποιαδήποτε απόπειρα εισβολής θα σήμαινε υπερβολικές απώλειες. Ακόμη και κατά την περίοδο της παρακμής της η Σπάρτη ποτέ δεν έπαψε να ισχυρίζεται πως αποτελούσε τον «υπερασπιστή του ελληνισμού», ούτε έχασε το λακωνικό της πνεύμα. Ένα ιστορικό ανέκδοτο θέλει το βασιλιά Φίλιππο Β' να στέλνει ένα μήνυμα στη Σπάρτη λέγοντας: «Αν εισβάλλω στη Λακωνία, θα ισοπεδώσω την πόλη της Σπάρτης». Η απάντηση που έλαβε ήταν ένα απλό «Αν.»[18]
Ακόμη κι όταν ο Φίλιππος έφτιαξε ένα πανελλήνιο στρατό με την πρόφαση να ενώσει όλη την Ελλάδα ενάντια στην περσική απειλή, οι Σπαρτιάτες επέλεξαν να μη συμμετέχουν με τη θέλησή τους. Δεν ενδιαφέρονταν σε καμιά περίπτωση να ενώσουν τις δυνάμεις τους με μια πανελλήνια συμμαχία αν δεν επρόκειτο να ηγηθούν της προσπάθειας. Ο Ηρόδοτος αφηγείται ότι οι Μακεδόνες κατάγονταν επίσης από τους Δωριείς και ήταν κατά κάποιο τρόπο συγγενικό φύλο των Σπαρτιατών. Ωστόσο αυτό δεν είχε καμία σημασία. Έτσι, μετά την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος ο Μέγας έστειλε στην Αθήνα 300 περσικές πανοπλίες με την ακόλουθη επιγραφή: «Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου, και οι Έλληνες – πλην των Σπαρτιατών – από τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ασία».[19]
Κατά τη διάρκεια των Καρχηδονιακών Πολέμων η Σπάρτη συμμάχησε με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Κατά τα τέλη τού 3ου αιώνα, θα υπάρξει μία αναλαμπή στην πολιτική ηγεσία της Σπάρτης. Καθώς ο Άγης ο Δ', και ο διαδοχός του Κλεομένης ο Γ', θα προσπαθήσουν να επεναφέρουν την Σπάρτη στο προσκήνιο. Ο πρώτος θα δοκιμάσει να επαναφέρει την νομοθεσία του Λυκούργου που στην εποχή του είχε νεκρωθεί, αλλά θα δολοφονηθεί. Ο δεύτερος, θα επαναφέρει προσωρινά το κύρος στην Σπάρτη, και θα σημειώσει αρχικά σημαντικές επιτυχίες εναντίον της Αχαικής Συμπολιτείας, αλλά θα ηττηθεί στην μάχη της Σελλασίας, το 222 π.Χ. και θα υποχρεωθεί να φύγει στην εξορία, που θα σημαίνει και το τέλος της ανεξάρτητης Σπάρτης. Ο Κλεομένης θα χαρακτηριστεί από πολλούς, ως "Ο τελευταίος μεγάλος άνδρας της Σπάρτης"[20]
Η πολιτική ανεξαρτησία της Σπάρτης έλαβε τέλος όταν εξαναγκάστηκε να προσχωρήσει στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Το 146 π.Χ. η Ελλάδα κατακτήθηκε από το Ρωμαίο στρατηγόΛεύκιο Μόμμιο. Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής οι Σπαρτιάτες συνέχισαν τον τρόπο ζωής τους, αν και η πόλη τους έγινε κάτι σαν τουριστική ατραξιόν για τους πλούσιους Ρωμαίους που έρχονταν να δουν από κοντά τις «εξωτικές» τους συνήθειες. Υπάρχει η υπόθεση πως μετά τη μεγάλη καταστροφή του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού στρατού στηΜάχη της Αδριανούπολης (378), μια Σπαρτιατική φάλαγγα συνάντησε και νίκησε μια δύναμη Βισιγότθων εισβολέων.[21]

Πολιτειακή οργάνωση

Βασικό συστατικό της σπαρτιατικής κοινωνίας ήταν η υπακοή στους άρχοντες και στους νόμους. Ο Νόμος στην Αρχαία Σπάρτη, ίσταται υπεράνω όλων, και οριοθετεί με σαφήνεια τόσο τις υποχρεώσεις όσο και τα δικαιώματα των Λακεδαιμονίων. Απώτερος στόχος του είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας υποδειγματικών πολιτών και αφοσιωμένων στρατιωτών. Επίσης επιδίωκε να εξασφαλίσει την ύπαρξη αυτάρκειας στην πόλη, προστατεύοντάς την από εξωτερικές και εσωτερικές απειλές. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Σπάρτη είναι η πόλη-κράτος που επέδειξε το μακροβιότερο πολίτευμα και πολιτική σταθερότητα. Μέχρι την είσοδο των Ρωμαίων στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας δεν γνώρισε ποτέ ξένο κατακτητή, ούτε εσωτερικό τύραννο, ούτε πολιτειακές μεταβολές, ούτε κοινωνικές αναταραχές, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες, με εξαίρεση φυσικά τις συχνές επαναστάσεις των ειλώτων

                                                     Λυκουργος


Η πολιτειακή οργάνωση της Σπάρτης, αγγίζει τα όρια μιας μυθοπλασίας. Ως πρώτος νομοθέτης και θεμελιωτής του πολιτικού συστήματος, φέρεται ο Λυκούργος, ένα πρόσωπο κατά πολλούς ανύπαρκτο.[22] Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη [23] ο Λυκούργος έζησε κατά την εποχή όπου τελέστηκε η πρώτη Ολυμπιάδα (776 π.Χ.). Κυρίαρχο γνώρισμα του νομοθετικού έργου του, είναι ότι δεν εισήγαγε πληθώρα νόμων, αλλά θεσμών, με τη λογική ότι οι νόμοι μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου ανάλογα με τις συνθήκες. Αντίθετα οι θεσμοί, οι παραδόσεις απλούστερα, ενσωματώνονται στον τρόπο ζωής των ανθρώπων και έχουν αιώνια ισχύ. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο ο Λυκούργος πήρε θεϊκή εντολή για να συγγράψει τους νόμους του, συμβουλευόμενος το Μαντείο των Δελφών. Η Πυθία τον διαβεβαίωσε πως οι νόμοι του ήταν άριστοι. Σύμφωνα με την παράδοση, προτού αναχωρήσει για το ταξίδι του αυτό όρκισε τους πολίτες να συνεχίσουν να τηρούν τους νόμους του, τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψει. Όταν έλαβε την επιβεβαίωση που επιθυμούσε, αποφάσισε να μην επιστρέψει ποτέ στην πόλη. Υπέβαλε τον εαυτό του σε ασιτία, και λίγο πριν πεθάνει όρκισε τους υπηρέτες του να σκορπίσουν την τέφρα του στον άνεμο. Έτσι δεν επέστρεψε ποτέ, ούτε ζωντανός ούτε νεκρός στη Σπάρτη, και οι πολίτες, πιστοί στον όρκο τους δεν άλλαξαν ποτέ τους νόμους του.[24]

Μεγάλη Ρήτρα & Ευνομία

Οι νόμοι του Λυκούργου, γνωστοί με το όνομα «Μεγάλη Ρήτρα»,[25] εισήγαγαν στην πόλη της Σπάρτης τη λεγόμενη «Ευνομία», απόρροια της οποίας ήταν ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής τους. Η τελευταία σχηματοποιεί μια μορφή δημοκρατίας, η οποία βασίζεται στην απόλυτη ισότητα ανάμεσα στους «Ομοίους»: ισότητα κοινωνική, ισότητα στα συσσίτια (άρα ισότητα πλούτου), ισότητα στα πλαίσια της οπλιτικής φάλαγγας. Βεβαίως η Σπάρτη δεν ήταν μια μορφή δημοκρατίας με την έννοια της αντίστοιχης αθηναϊκής. Ορθότερα πρόκειται για ένα μεικτό πολίτευμα, στο οποίο κυβερνά μια αριστοκρατία. Η δημοκρατία-ισότητα περιορίζεται ανάμεσα σε όσους είχαν το δικαίωμα να ονομάζονται πολίτες–οπλίτες. Στο πλευρό αυτών συνυπάρχουν η βασιλεία (δύο βασιλείς), η ολιγαρχία (γερουσία) και η τυραννία (έφοροι).
Τα δε δικαιώματα του πολίτη δεν παρέχονται απλά λόγω κληρονομικότητας: κάθε νεαρός άνδρας έπρεπε να αποδείξει εμπράκτως με το ήθος του ότι άξιζε να τα κατέχει, ολοκληρώνοντας επιτυχώς μια αυστηρή εκπαιδευτική διαδικασία, εναρμονιζόμενος παράλληλα με τον πατροπαράδοτο λιτό τρόπο ζωής των Λακώνων. Το ίδιο το γεγονός ότι τα πολιτικά δικαιώματα δεν παρέχονταν στον οποιοδήποτε τυχάρπαστο, είχε ως στόχο να οδηγήσει το Σπαρτιάτη στην επίγνωση της σημαντικότητας των προνομίων του, αλλά και στην κατανόηση πως από αυτά πήγαζε και μια σειρά από υποχρεώσεις. Κατ' επέκταση η νομοθεσία διαμόρφωνε και την ηθική των πολιτών, η οποία εκφραζόταν ως αποστροφή στα πλούτη και τις περιττές πολυτέλειες, ως φιλοπατρία και γενναιότητα στη μάχη, καθώς και ως στρατιωτικό ήθος. Η επίδειξη δειλίας στη μάχη, θεωρούταν η χείριστη ατιμωτική πράξη, με ποινή την απώλεια του δικαιώματος διεκδίκησης αξιωμάτων, αλλά και την κοινωνική κατακραυγή. Το ενδιαφέρον των πολιτών συνέκλινε αποκλειστικά σε μια αρετή, την πολεμική, προσανατολισμός που ίσως μπορεί να ερμηνευτεί λαμβάνοντας υπόψη τη δωρική καταγωγή των Σπαρτιατών, καθώς και τον αρχαίο φόβο μπροστά στο ενδεχόμενο της επανάστασης των ειλώτων.

Βασιλείς          

Από τις μεταρρυθμίσεις του Λυκούργου και έκτοτε η Σπάρτη διέθετε δύο βασιλείς. Ο ένας άνηκε στη δυναστεία των «Αγιαδών», ο άλλος σε εκείνη των «Ευρυποντιδών», δύο οικογένειες που σύμφωνα με το θρύλο κατάγονταν από τους δίδυμους απογόνους του Ηρακλή, τονΕυρυσθένη και τον Προκλή αντίστοιχα. Οι οικογένειες έπρεπε σε κάθε περίπτωση να διακρίνονται μεταξύ τους: απαγορευόταν αυστηρά τόσο η χρήση κοινών ονομάτων, όσο και οι γάμοι μεταξύ των μελών τους.[26] Ακόμη και οι τάφοι τους βρίσκονταν σε διαφορετικές τοποθεσίες: η Πιτάνα, μια από τις κώμες που συνιστούσαν την πόλη της Σπάρτης φιλοξενούσε τους τάφους των Αγιαδών, ενώ οι Ευρυποντίδες αντίθετα κηδεύονταν στις Λίμνες.[27] Οι δύο βασιλείς ήταν ισότιμοι αν και, μιας και ο Ευρυσθένης ήταν ο μεγαλύτερος από τα δίδυμα, μας παρέχεται μια θεωρητική πρωτοκαθεδρία των Αγιαδών.[28]
Η πρόσβαση στο θρόνο ήταν κληρονομική, χωρίς να βασίζεται στην αξία του προσώπου.[29] Στη σειρά διαδοχής ο γιος προηγούταν του αδερφού [30] γιατί, παρόλο που ο δεύτερος ήταν πρεσβύτερος, ο γιος που γεννήθηκε όσο ο πατέρας του ήταν στο θρόνο προηγούταν εκείνων που δεν απολάμβαναν αυτή την ιδιότητα.[31] Δεν πρόκειται λοιπόν για αυστηρή εύνοια του πρωτότοκου, αλλά για εκείνο που οιβυζαντινοί αποκαλούσαν «πορφυρογέννεση».[29] Ωστόσο, φαίνεται πως οι Σπαρτιάτες ερμήνευαν αρκετά ελεύθερα τον κανόνα αυτόν. ΟΠλούταρχος μάλιστα, σημειώνει πως εκείνοι που ανατρέφονταν για να γίνουν βασιλείς εξαιρούνταν της σπαρτιατικής εκπαίδευσης.[32]Δεδομένου πως η εκπαίδευση των νεαρών αγοριών ξεκινούσε στα επτά τους χρόνια, ο διάδοχος θα πρέπει να αναγνωριζόταν από τη νηπιακή του ηλικία.[33]
Οι αρμοδιότητες των βασιλιάδων ήταν τόσο στρατιωτικές όσο και θρησκευτικές. Ο Ξενοφών γράφει: «ο βασιλιάς δεν είχε άλλο καθήκον στην εκστρατεία από το να αποτελεί τον ιερέα των θεών και τον στρατηγό των ανδρών».[34] Κατά τα πρώτα χρόνια του θεσμού, ο βασιλιάς μπορούσε να διεξάγει πόλεμο στη χώρα της επιλογής του.[35] Ο ένας βασιλιάς περιόριζε την εξουσία του άλλου. Το 506 π.Χ. λαμβάνει χώρα ο «διαχωρισμός της Ελευσίνας»: ο βασιλιάς Δημάρατος εγκατέλειψε την εκστρατεία που διεξήγαγε με τον Κλεομένη Α' ενάντια στηνΑθήνα. Έκτοτε, αφηγείται ο Ηρόδοτος, πέρασε νόμος στη Σπάρτη βάσει του οποίου δεν επιτρεπόταν και στους δύο βασιλείς να συνοδεύουν το στρατό σε εκστρατεία.[36] Κατά τον 5ο αιώνα είναι η Απέλλα εκείνη που ψηφίζει πόλεμο,[37] ενώ τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα, την κινητοποίηση αποφασίζουν οι έφοροι και οι γέροντες.[38]
Ωστόσο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας οι βασιλείς είχαν αυξημένη ελευθερία κινήσεων, τόσο που ο Αριστοτέλης αποκαλεί τη σπαρτιατική βασιλεία «κληρονομική αρχηστρατηγία».[39] Στον πόλεμο ο βασιλιάς είχε αρμοδιότητες αρχιστράτηγου,[40] προΐστατο των άλλων στρατηγών, μπορούσε να διαπραγματευτεί ανακωχή και πολεμούσε στην πρώτη σειρά της δεξιάς πτέρυγας περιστοιχισμένος από την τιμητική του φρουρά.[35] Είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους στρατιώτες του, συμπεριλαμβανομένων των πολιτών.[41] Παρέμενε εντούτοις υπό την εποπτεία των εφορών,[42] και ίσως κρινόταν μετά την επιστροφή του στην πόλη. Ακόμη θεωρούταν ως ένα από τα μέλη της Γερουσίας. Τέλος οι βασιλείς ήταν ιερείς του Λακεδαιμόνιου Διός ή του Ουράνιου Διός [35] και πρωτοστατούσαν στις δημόσιες θυσίες.

Γερουσία

Η Γερουσία ήταν ένα σώμα 28 ανδρών, ηλικίας από 60 ετών και άνω (οπότε και ολοκληρωνόταν η στρατιωτική θητεία), που εκλέγονταν διά βίου από την Απέλλα. Μέλη της ήταν ακόμη οι δύο βασιλιάδες, οπότε συνολικά απαρτιζόταν από 30 άτομα.[43] Κύριο κριτήριο επιλογής τους ήταν η στρατιωτική τους αρετή. Αν και πρακτικά οποιοσδήποτε από τους ελεύθερους πολίτες της Σπάρτης, ανεξαρτήτως περιουσίας ή κοινωνικής θέσης, μπορούσε να εκλεγεί, κατά παράδοση σε αυτήν άνηκαν άτομα από παλαιές αριστοκρατικές οικογένειες. Η εκλογή στη Γερουσία θεωρούταν μεγάλη τιμή, την οποία απολάμβαναν οι αξιολογότεροι άνδρες καλοὶ κἀγαθοί ). Ο Ισοκράτης αναφέρει ότι ο Λυκούργος όρισε να γίνεται η εκλογή τους με την ίδια φροντίδα που κάποτε εξέλεγαν οι Αθηναίοι τα μέλη του Αρείου Πάγου.
Μετά το θάνατο ενός μέλους, οι υποψήφιοι διάδοχοί του εμφανίζονταν αλληλοδιαδόχως ενώπιον της Απέλλας, που συνεδρίαζε γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό και που εκδήλωνε την προτίμησή της διά βοής ανάλογης έντασης. Οι αιρετοί κριτές της διαδικασίας αυτής άκουγαν από κάποιο παρακείμενο οίκημα τις φωνές χωρίς να βλέπουν τον κρινόμενο υποψήφιο. Έτσι αναγόρευαν σε «γέροντα» εκείνον τον υποψήφιο που υπήρξε αποδέκτης της εντονότερης βοής.[44] Αν και κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει τον ασυνήθιστο αυτό τρόπο εκλογής αρκετά δίκαιο, ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Αριστοτέλης, τον θεωρούν αβέβαιο στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Η Γερουσία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του κράτους, έχοντας την εξουσία να προετοιμάζει τους νόμους προς ψήφιση, καθώς και να έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία.[44] Ακόμη, τα μέλη της μπορούσαν να ασκήσουν βέτο στις αποφάσεις της Απέλλας, ίσως σε μια εποχή όπου οι έφοροι είχαν επίσης νομοθετικές αρμοδιότητες. Σε γενικές γραμμές ήταν σώμα υπεύθυνο για την εσωτερική πολιτική και δεν ελεγχόταν από κανέναν για τις αποφάσεις του. Επίσης η Γερουσία αποτελούσε την ανώτατη δικαστική αρχή, η οποία δίκαζε τις ποινικές υποθέσεις, έχοντας τη δυνατότητα να επιβάλλει τη θανατική ποινή ή την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του ατόμου.[44] Σε συνδυασμό με τους εφόρους, τα μέλη της Γερουσίας μπορούσαν ακόμη και να ασκήσουν κριτική στους βασιλείς.[45]

Έφοροι

Οι πέντε έφοροι αποτελούσαν μια ομάδα αξιωματούχων στην Αρχαία Σπάρτη που είχαν ως στόχο την εποπτεία των βασιλέων και των κατοίκων της πόλης, ειδικά σε ό,τι αφορούσε την τήρηση των παραδόσεων.[46] Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς δημιουργήθηκε ο θεσμός αυτός και από ποιον. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως εκλέγονταν από την Απέλλα για μονοετή θητεία, την πρώτη νέα σελήνη μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. Ο ένας εκ των πέντε, γνωστός ως «επώνυμος έφορος», έδινε το όνομά του στη χρονιά και στα επίσημα έγγραφα.[47]
Πρώτη αρμοδιότητα των εφόρων ήταν η διατήρηση της δημόσιας τάξης. Επόπτευαν στενά τους περίοικους και τους είλωτες, κατέχοντας το δικαίωμα να αποφασίζουν για θέματα ζωής και θανάτου που αφορούσαν τους δεύτερους. Ανάμεσα στις αρμοδιότητές τους ήταν και η εποπτεία των ηθών, καθώς και η φυσική εμφάνιση των Σπαρτιατών. Οι νεαροί ήταν επίσης μια κατηγορία πολιτών που παρακολουθούταν στενά: οι έφοροι ήλεγχαν κάθε δέκα ημέρες τη φυσική τους κατάσταση και καθημερινά την ένδυση και τα κλινοσκεπάσματά τους.
Ήλεγχαν ακόμη τους υπόλοιπους κρατικούς αξιωματούχους, ανάμεσα στους οποίους και τους βασιλείς, ενώ είχαν τη δύναμη να επιβάλλουν πρόστιμα, φυλάκιση ή τη θανατική ποινή. Επίσης είχαν υπό την εποπτεία τους την εξωτερική πολιτική του κράτους και την εφαρμογή των αποφάσεων της Απέλλας (της οποίας ήταν πρόεδροι). Ακόμη είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις υπό συνθήκες κρίσης.[48]
Η εξουσία τους ήταν τόσο μεγάλη που ο Αριστοτέλης την παρομοιάζει με αυτή των τυράννων ἰσοτύραννος ).[49] Μάλιστα είχαν το δικαίωμα να παραμένουν καθιστοί ενώπιον των βασιλέων. Εντούτοις, θεωρητικά αντιπροσώπευαν το λαό. Ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων τους παρομοίασε με τους «Τριβούνους των Πληβείων» στη ρωμαϊκή κοινωνία.[50]Κάθε μήνα οι βασιλείς ορκίζονταν να τηρούν τους νόμους και οι έφοροι να συντηρούν τη βασιλεία.[51] Ακόμη και η δύναμη των εφόρων δεν ήταν χωρίς περιορισμούς: δεν μπορούσαν να εκλεγούν δεύτερη φορά και η θητεία τους αξιολογούνταν από τους διαδόχους τους, οι οποίοι μπορούσαν να τους επιβάλλουν ακόμη και τη θανατική ποινή αν διέπρατταν κάποιο σοβαρό αδίκημα.[52]

Απέλλα

Με τον όρο Απέλλα είναι γνωστή η συνέλευση των «Ομοίων», δηλαδή όλων των ελεύθερων αρρένων Σπαρτιατών που κατείχαν πολιτικά δικαιώματα. Απ’ ό,τι φαίνεται ο ρόλος της ήταν αρκετά περιορισμένος, σε σημείο που ο Αριστοτέλης δεν κάνει αναφορά σε αυτήν, όταν απαριθμεί τα δημοκρατικά στοιχεία του σπαρτιατικού πολιτεύματος.[53]
Ο ρόλος της δεν είναι σαφής στους σύγχρονους μελετητές, ούτε η ελάχιστη ηλικία συμμετοχής σε αυτήν. Πιθανές εκδοχές είναι τόσο η ηλικία των 20 ετών (ένταξη στο στρατό και συμμετοχή στα συσσίτια), όσο και εκείνη των 30 (δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας και λήψης δημόσιου αξιώματος). Ακόμη δεν γνωρίζουμε τη συχνότητα διεξαγωγής των συναντήσεων αυτών. Η Μεγάλη Ρήτρα αναφέρεται απλά σε μια συνέλευση «από καιρό σε καιρό» στη συμβολή των ποταμών Ευρώτα και Οίνου.[53] Ένα σχόλιο στο Θουκυδίδη υποστηρίζει πως γινόταν κάθε μήνα, όταν είχε πανσέληνο.[53]
Η Απέλλα δεν είχε νομοθετική πρωτοβουλία: οι απλοί πολίτες δεν είχαν συμμετοχή στη σύνταξη των ψηφισμάτων, ούτε λάμβαναν το λόγο.[54] Περιορίζονταν στην εκλογή των παιδονόμων, των γερόντων και των εφόρων, καθώς και στην αποδοχή ή απόρριψη των ψηφισμάτων που πρότειναν τα τελευταία δύο σώματα και οι βασιλείς. Αυτά συνήθως αφορούσαν ζητήματα πολέμου και ειρήνης, σπονδών, εξωτερικής πολιτικής και απελευθέρωσης ειλώτων. Επίσης η Απέλλα αποφάσιζε ποιος θα οριζόταν στρατηγός κάποιας εκστρατείας. Η εκλογή για την αποδοχή ή απόρριψη προτάσεων γινόταν δια βοής.[55] Μόνο αν ο προεδρεύων είχε αμφιβολία ως προς την ένταση των φωνών χωρίζονταν οι υποστηρικτές της κάθε άποψης από τη μία πλευρά ή την άλλη και γινόταν καταμέτρηση.[56]

Κοινωνική δομή

Στη Δωρική Σπάρτη δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις, με την έννοια εκείνων που υπήρχαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, δηλαδή γεωργώνεμπόρων, τεχνιτών κτλ. Βασική διάκριση των κατοίκων ήταν σε «Ομοίους», «Περιοίκους» και «Είλωτες».

Όμοιοι

Μέλη της ανώτερης βαθμίδας στην Αρχαία Σπάρτη, ήταν οι Όμοιοι. Όμοιος σήμαινε ίσος ή ευπατρίδης. Αυτοί ήταν και οι νόμιμοι Σπαρτιάτες πολίτες που βασική υποχρεωσή τους ήταν να συμμετέχουν στα κοινά και να είναι καλοί πολεμιστές. Υποχρέωση των ομοίων ήταν να ασχολούνται μόνο με τα στρατιωτικά και να μην ασχολούνται με τίποτα άλλο. Τις άλλες εργασίες, όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, η βιοτεχνία και το εμπόριο, τις έκαναν κυρίως οι περιοίκοι. Ενώ τις βαριές εργασίες, τις έκαναν οι είλωτες. Λόγω των συνεχών συγκρούσεων και πολέμων που συμμετείχε η Σπάρτη, ο αριθμός των ομοίων, δηλαδή των Σπαρτιατών πολιτών μειωνόταν εντυπωσιακά. Το 480 π.Χ., η Σπάρτη είχε 8.000 όμοιους, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., ο αριθμός τους είχε μειωθεί σε λιγότερους από χίλιους, λόγω των συνεχών συγκρούσεων και πιθανόν της άρνησης των Σπαρτιατών να ενωθούν με τους περίοικους και τους είλωτες. Ο Αριστοτέλης πίστευε[57] ότι η πτώση στον αριθμό των Σπαρτιατών πολιτών, είχε ως αποτέλεσμα την αναπόφευκτη παρακμή της Σπάρτης στην εποχή του.

Περίοικοι

Οι περίοικοι ήταν μια κοινωνική ομάδα την οποία αποτελούσαν οι οικογένειες που ζούσαν με σχετική αυτονομία σε πόλεις η κώμες της ευρύτερης περιφέρειας της πόλης, χωρίς ωστόσο να διαθέτουν λόγο στο χειρισμό των κρατικών υποθέσεων. Ασχολούνταν με τις παραγωγικές δραστηριότητες με τις οποίες δεν καταπιάνονταν οι Όμοιοι, δηλαδή ασκούσαν τα επαγγέλματα του τεχνίτη, του ξυλουργού, του γεωργού, του κτηνοτρόφου και του εμπόρου. Ήταν δε οι μόνοι που είχαν την άδεια να ταξιδεύουν σε άλλες πόλεις, αν και η οικονομική τους δραστηριότητα περιοριζόταν εξαιτίας της αυστηρής σπαρτιατικής κηδεμονίας.
Είχαν το δικαίωμα να θεσπίζουν δικούς τους νόμους και να μην ακολουθούν τη σπαρτιατική νομοθεσία, η οποία όμως σε κάθε περίπτωση υπερίσχυε. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα,[58] ούτε συμμετείχαν στις συνελεύσεις.[59] Κατέβαλλαν όμως φόρους και είχαν την υποχρέωση να υπηρετούν στο σπαρτιατικό στρατό [60] ως οπλίτες με βαρύ οπλισμό.

Είλωτες                          

Οι είλωτες ήταν το κατώτερο κοινωνικό στρώμα στην Αρχαία Σπάρτη. Οι είλωτες δεν ήταν οι τυπικοί δούλοι, που υπήρχαν στην υπόλοιπη Αρχαία Ελλάδα, όπως στην Αθήνα. Η μορφή της δουλείας τους δεν ήταν ιδιωτική, αλλά ανήκαν στο Σπαρτιατικό κράτος, για το οποίο και δούλευαν. Η καταγωγή των ειλώτων δεν είναι απόλυτα διευκρινισμένη. Πιστεύεται ότι ήταν απόγονοι των παλαιότερων κατοίκων της Αρχαίας Σπάρτης που υποδουλώθηκαν με την άφιξη των Δωριέων. Είναι επίσης γνωστό ότι και οι Μεσσήνιοι έγιναν είλωτες, όταν υποδουλώθηκαν από τους Σπαρτιάτες, μετά τις ήττες τους στους Μεσσηνιακούς Πολέμους. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να τους πουλήσουν, ούτε να τους ελευθερώσουν, ενώ αυτοί έκαναν κυρίως τις γεωργικές εργασίες στη γη των Ομοίων και έπρεπε να δίνουν μέρος της σοδειάς τους στην πολιτεία. Ζούσαν με τις οικογένειές τους και μερικές φορές ακολουθούσαν στη μάχη το Σπαρτιατικό Στρατό ως ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες. Διάκριση στη μάχη[61] μπορούσε να σημάνει την απελευθέρωση του είλωτα και της οικογένειάς του. Λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής (πιστεύεται ότι ήταν περίπου είκοσι φορές περισσότεροι από τους όμοιους), ήταν ικανοί να δημιουργούν εξεγέρσεις, πράγμα που ήταν ο παλαιός φόβος των Σπαρτιατών, που κρατούσαν πάντα μεγάλο αριθμό στρατιωτών στη Σπάρτη ώστε να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις. Παρόλο που ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε τους Μεσσήνιους είλωτες με την απόσπαση της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη, ο θεσμός των ειλώτων στη Λακωνία διατηρήθηκε μέχρι το 2ο αιώνα π.Χ.

Ειδικότερες περιπτώσεις

  • Μόθαξ: το νόθο παιδί ενός Σπαρτιάτη με μια γυναίκα από την τάξη των ειλώτων. Ένα τέτοιο παιδί μπορούσε κατά περίπτωση να λάβει σπαρτιατική αγωγή, ακόμη και να αποτελέσει μέρος της σπαρτιατικής ελίτ (π.χ. Λύσανδρος).[62]
  • Νεοδαμώδης: ο είλωτας ή ο μόθαξ που μόλις είχε ολοκληρώσει την αγωγή του και συγκαταλεγόταν πλέον ανάμεσα στους Σπαρτιάτες.
  • Υπομείοντες ή μείωνες: ένας από τους «Ομοίους» που είχε πέσει σε δυσμένεια και έχανε το δικαίωμα να αποκαλείται πολίτης. Αυτό συνέβαινε σε όσους δείλιαζαν στη μάχη ή λιποτακτούσαν ή αιχμαλωτίζονταν ή δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς το ταμείο της Σπάρτης ή το συσσίτιο.
  • Τρόφιμοι: παιδιά με καταγωγή από άλλες ελληνικές πόλεις που όμως κατοικούσαν στη Σπάρτη και λάμβαναν την ίδια αγωγή με τα τέκνα των Σπαρτιατών.
  • Ξενηλασία

    Η Ξενηλασία ήταν δωρικός θεσμός, που δεν υπήρχε μόνο στη Σπάρτη, αλλά και στη δωρική Κρήτη. Πρόκειται για το θεσμό που απαγόρευε τη φιλοξενία ξένων στην πόλη της Σπάρτης, χωρίς την ειδική άδεια της Σπαρτιατικής Πολιτείας. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν πως θα κρατούσαν το δωρικό χαρακτήρα της πόλης, εάν κρατούσαν όλους τους ξένους μακριά από αυτήν. Ακόμη, υπήρχε η πίστη ότι, εάν κρατούσαν μακριά τους ξένους από την πόλη, δεν θα υπήρχε ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί ο πραγματικός αριθμός των Σπαρτιατών πολιτών. Υπήρχαν βεβαίως και οι εξαιρέσεις σε φίλους, συμμάχους ή λακωνόφιλους, όπως τον Αλκιβιάδη, όταν δραπέτευσε από το πλοίο που τον μετέφερε στην Αθήνα για να δικαστεί και βεβαίως το λακωνόφιλο ιστορικό Ξενοφώντα.

    Κοινωνική θέση γυναικών

    αρχαία σπάρτη διδασκαλίαΗ γυναίκα απολάμβανε μεγάλα προνόμια στην Αρχαία Σπάρτη, πράγμα που προκαλεί εντύπωση, εάν συγκρίνουμε τη θέση της γυναίκας στη Σπάρτη με αυτήν στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας. Επειδή ο άνδρας έλειπε για πολύ καιρό από το σπίτι, η γυναίκα στη Σπάρτη ήταν χειραφετημένη σε βαθμό αδιανόητο για την εποχή εκείνη. Είχε αυξημένα προνόμια και αρμοδιότητες στη σπαρτιατική κοινωνία. Γυμναζόταν όπως τα αγόρια και οι άνδρες και ήταν γνωστή για τις αθλητικές της ικανότητες. Συμμετείχε στην πάλη, γυμνή, όπως και οι άνδρες, ενώ εκπαιδευόταν στο δίσκο και στο ακόντιο. Μεγάλη σημασία έδινε και στους χορούς.

    Θεσμός του γάμου

    Στην Αρχαία Σπάρτη, η επιλογή του συντρόφου ήταν καθαρά προσωπική υπόθεση και όχι υπόθεση των γονέων. Οι νεαρές Σπαρτιάτισσες έφταναν σε ηλικία γάμου στα είκοσί τους χρόνια και όχι στα δεκαπέντε, που ήταν το συνηθισμένο στην Αρχαία Ελλάδα. Παρευρίσκονταν στο σκοτάδι με τον ερωμένο τους και με αυτόν τον τρόπο τεκνοποιούσαν. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι με αυτόν τον τρόπο διατηρούσαν τη θέληση για το σύντροφό τους και δεν έχαναν ποτέ τη φρεσκάδα του έρωτα. Κάποιες φορές, η περίεργη αυτή σχέση κρατούσε τόσο πολύ, που πολλοί άνδρες δεν έτυχε να δουν τη μητέρα των παιδιών υπό το φως του Ήλιου. Ακόμη, κάποιος άνδρας θα μπορούσε να ζητήσει από μία οικογένεια μία γυναίκα ώστε να γίνει η μητέρα των παιδιών του και αυτό αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για την οικογένεια της γυναίκας. Ο βασικός στόχος του γάμου στη Σπάρτη ήταν η τεκνοποίηση, ώστε τα αρσενικά που θα γεννιόντουσαν να γινόντουσαν οι πολεμιστές της Σπάρτης. Ένας άνδρας στη Σπάρτη θεωρείτο "αθάνατος", μόνο όταν είχε αρσενικά παιδιά, γιατί θεωρούσαν πως μόνο έτσι συνεχίζεται η γενιά. Οι μητέρες που ζούσαν χωρίς τους άντρες τους δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, καθώς ο νόμος τις αναγνώριζε ως ισάξιες με τις άλλες γυναίκες. Μπορούσαν ακόμη να κληρονομήσουν την περιουσία των γονέων τους, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να ήταν ανεξάρτητες και ευκατάστατες.

    Σπαρτιατική αγωγή

    Η Σπαρτιατική αγωγή ήταν το βασικότερο χαρακτηριστικό της Αρχαίας Σπάρτης, ένα χαρακτηριστικό που έκανε τη Σπάρτη εντελώς διαφορετική από τις άλλες ελληνικές πόλεις και έδειχνε απόλυτα τον καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα των Λακεδαιμονίων και την φοβερή στρατιωτική μηχανή που είχε η πόλη της Σπάρτης. Όταν το παιδί γεννιόταν, το έκαναν μπάνιο σε κρασί για να διαπιστώσουν την αντοχή του και το έδιναν στους πρεσβύτερους Σπαρτιάτες, που εξέταζαν το σώμα του μωρού και διαπίστωναν, εάν το παιδί ήταν αρτιμελές ή όχι. Τα παιδιά που γεννιόντουσαν ασθενικά ή ανάπηρα τα άφηναν στον Καιάδα. Νεώτερες έρευνες όμως έχουν υποβαθμίσει αυτήν την μέχρι πρότινος αποδεκτή ιστορική αλήθεια[63].[64] Οι γονείς ανέτρεφαν το αρσενικό παιδί τους μόνο μέχρι τα επτά του έτη, όταν και την ευθύνη για την ανατροφή την αναλάμβανε η Σπαρτιατική Πολιτεία. Από τα επτά τους χρόνια τα αγόρια της Σπάρτης σκληραγωγούνταν. Από τα δεκατρία τα μάθαιναν να παλεύουν, να επιζούν, να τρώνε λίγο, να φοράνε το ίδιο ιμάτιο σε όλες τις εποχές του χρόνου. Έτρωγαν Μέλανα Ζωμό αλλά ενθαρρύνονταν να κλέβουν γιά το φαγητό τους, και θα τιμωρούντουσαν μόνο εάν είχαν πιαστεί, ακριβώς επειδή πιάστηκαν. Επίσης έπρεπε να κοιμούνται πάνω σε καλάμια που έκοβαν από τις όχθες του Ευρώτα, και να μιλάνε λίγο και να είναι περιεκτικά, (λακωνικά). Όλα αυτά ήταν υπό την επίβλεψη του παιδονόμου, που είχε ένα παιδί, συνήθως το πιο δυνατό και θαραλλέο, τον ειρένα ως αρχηγό των παιδιών. Το βάπτισμα του πυρός το έπαιρναν στα Κρύπτεια, όπου έπαιρναν και την πρώτη αίσθηση του πολέμου μέσα στην ίδια τη Σπάρτη. Η αγωγή των Σπαρτιατών κρατούσε μέχρι τα είκοσι τους χρόνια, δηλαδή συνολικά δώδεκα έτη.

    Κρυπτεία

    Τα Κρυπτεία ήταν ίσως ο πιο αιματηρός θεσμός της Αρχαίας Σπάρτης. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είχε καθιερωθεί από το Λυκούργο, έτσι ώστε κάθε χρόνο οι Έφοροι κήρυσσαν πόλεμο στους είλωτες και νεαροί Σπαρτιάτες αφήνονταν ελεύθεροι από την Πολιτεία σε περιοχές όπου ζούσαν και εργάζονταν οι είλωτες, όπου έπρεπε να σκοτώσουν όσους περισσότερους είλωτες μπορούσαν. Ήταν συνήθως άοπλοι, ή μερικές φορές ελαφρά οπλισμένοι και έπρεπε να σκοτώσουν τους είλωτες, ώστε να πάρουν την πρώτη γεύση του πολέμου μέσα στην ίδια τη Σπάρτη. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο μάθαιναν να σκοτώνουν, πράγμα αναπόφευκτο, αφού ήταν προκαθορισμένοι να γίνουν πολεμιστές, αλλά ταυτόχρονα μείωναν τον πληθυσμό των ειλώτων. Θεωρούταν το καλύτερο, να δολοφονηθεί ένας δυνατός είλωτας, ενώ το να σκοτώσει κάποιος έναν αδύναμο είλωτα θεωρούταν σημάδι δειλίας.

    Παιδεραστία

    Ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους θεσμούς που υπήρχαν στην Αρχαία Σπάρτη, και μάλλον ο πιο αμφιλεγόμενος θεσμός, ήταν αυτός της Σπαρτιατικής παιδεραστίας. Αυτός ο θεσμός δεν είναι μόνο αμφιλεγόμενος όσον αφορά στην Αρχαία Σπάρτη και τη δωρική Κρήτη της Κλασικής Αρχαιότητας, αλλά είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενος όσον αφορά σε ολόκληρη την Αρχαία Ελλάδα. Οι πληροφορίες που έχουμε για τη Σπαρτιατική παιδεραστία είναι εξαιρετικά αντικρουόμενες. Το φαινόμενο της παιδεραστίας στη Σπάρτη ήταν η παραδοσιακή σχέση ενός νεαρού έφηβου με έναν άνδρα μεγαλύτερης ηλικίας. Λέγεται ότι όταν ένας άνδρας θαύμαζε την ψυχική πλευρά και τον πνευματικό κόσμο ενός νεαρού έφηβου πάνω από την ηλικία των δώδεκα ετών, μπορούσε να τον κάνει φίλο του. Όσον αφορά στη σεξουαλική επαφή, ο φιλολάκωνας Ξενοφών, αναφέρει ότι απαγορευόντουσαν οι σωματικές επαφές μεταξύ του άνδρα και του έφηβου όσο απαγορευόντουσαν μεταξύ γονέων και παιδιών μεταξύ τους. Ο Πλάτων όμως στους "Νόμους" του αναφέρει την ερωτική επαφή στη Σπάρτη ως "πάρα φύσιν". Ο Πλούταρχος και ο Κικέρων πλέουν όμως στη γραμμή του Ξενοφώντα λέγοντας πως οι επαφές δεν ήταν καθόλου σαρκικές. Ακριβώς, για τους παραπάνω λόγους, η πραγματική μορφή της παιδεραστίας στη Σπάρτη θεωρείται εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.

    Σπαρτιατικός στρατός

    Ο Σπαρτιατικός Στρατός ήταν, ίσως, η πιο τρομερή πολεμική μηχανή του αρχαίου κόσμου. Αυτή η πολεμική μηχανή με την απίστευτη πειθαρχία και εκπαίδευση κατάφερνε πολύ καλά επί αιώνες να καλύπτει το μεγαλύτερο και βασικότερο ελάττωμά της, που βεβαίως δεν ήταν άλλο από την αριθμητική της σύσταση. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες φορούσαν πάντα κόκκινο μανδύα, γιατί κάλυπτε το αίμα εάν πληγώνονταν και επίσης, κατά το Λυκούργο, τρόμαζε κάτα κάποιον τρόπο τον αντίπαλο. Στις μάχες οι Σπαρτιάτες οπλίτες δεν φορούσαν σανδάλια, αλλά πήγαιναν ξυπόλητοι, ώστε να διατηρείται πιο σταθερή η φάλαγγα. Στη Σπάρτη υπήρχε η αντίληψη ότι οι στρατιώτες έπρεπε να γυρίσουν από τη μάχη νικητές ή πεθαμένοι, αν και δεν υπήρχε νόμος που καταδίκαζε αυτούς που εγκατέλειπαν τη μάχη, αλλά αυτοί τότε περιθωριοποιούνταν από την κοινωνία, όπως ο Αριστόδημος που έφυγε από τις Θερμοπύλες με διαταγή του Λεωνίδα να ειδοποιήσει ότι οι Έλληνες είχαν περικυκλωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν πάνε στη μάχη, όταν η μητέρα έδινε την ασπίδα στο γιο της, έλεγε "ή ταν, ή επί τας", που σήμαινε ότι "ή με αυτήν θα γύριζε νικητής ή επάνω σε αυτήν νεκρός".
    Η στρατιωτική δομή του Σπαρτιατικού Στρατού ήταν η εξής: αρχηγός του στρατεύματος ήταν ο ένας από τους δύο βασιλείς που από το 506 π.Χ. και μετά ηγούταν της εκστρατείας. Δεύτερος στην τάξη ήταν ο πολέμαρχος, ο οποίος ήταν αρχηγός μίας από τις συνολικά έξι μόρες του Σπαρτιατικού Στρατού. Τρίτος στην ιεραρχία ήταν ο λοχαγός που ήταν διοικητής ενός λόχου, που ήταν το 1/4 κάθε μόρας. Τέταρτος στην ιεραρχία, ήταν ο πεντηκόνταρχος, ο αρχηγός του 1/8 κάθε μόρας, που ήταν γνωστή ως πεντηκοστύα. Πέμπτος και τελευταίος στην ιεραρχία ήταν ο ενωμοτάρχης, που διοικούσε τη μικρότερη μονάδα του Σπαρτιατικού Στρατού, την ενωμοτία, που ήταν το 1/16 μίας μόρας. Εκτός από το πεζικό, υπήρχε από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. το Σπαρτιατικό ιππικό, το οποίο ήταν υπό την διοίκηση των έξι ιππαρμοστών, του αντίστοιχου αριθμού των ιππικών ταγμάτων. Ακόμη υπήρχε το σώμα των 300 ιππέων, που ήταν η επίλεκτη φρουρά του βασιλιά και στην πραγματικότητα ήταν πεζοί.
    Ο οπλισμός των Σπαρτιατών δεν ήταν πολύ διαφορετικός από των άλλων Ελλήνων με τη μόνη διαφορά του χιτώνα και της ερυθρής χλαμύδας. Κατά την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, όλες οι ασπίδες των Σπαρτιατών είχαν γραμμένο το γράμμα Λ (λάμδα), που αντιπροσώπευε την Λακεδαιμονία. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι άφηναν μακριά μαλλιά και χτενίζονταν πριν τις μάχες, που θεωρούταν την εποχή εκείνη κυρίως προ-Σπαρτιατικό χαρακτηριστικό. Την Αρχαϊκή Εποχή φορούσαν κορινθικό κράνος, περικνημίδες και μπρούτζινο θώρακα, αν και μετά τους Περσικούς Πολέμους, όταν και οι πόλεμοι γίνανε πιο ανοιχτοί[65] αντικατέστησαν τον μπρούτζινο θώρακα με το λινοθώρακα ή με τον πιο ελαφριό εξώμη. Κύρια όπλα τους ήταν το δόρυ, η ασπίδα και το ξίφος. Την εποχή του Κλεομένη του Γ', τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Σπαρτιακός Στρατός εξοπλίστηκε με την μακεδονική σάρισα.

    Οικονομία         Αετός

    Το οικονομικό μοντέλο της Σπάρτης βασιζόταν σε μια φιλοσοφία που απέτρεπε τη συγκέντρωση πλούτου. Θεωρητικά τουλάχιστον, απαγορευόταν στους Ομοίους να ασκούν κάποια παραγωγική δραστηριότητα, τομέα στον οποίο περιορίζονταν οι περίοικοι και οι είλωτες.[66] Οι τελευταίοι είχαν το καθήκον να εκμεταλλεύονται τους «κλήρους», τα κτήματα δηλαδή των Ομοίων, στους οποίους απέδιδαν μερίδιο («αποφορά»). Οι περίοικοι, όπως συνέβαινε σε αρκετές ελληνικές πόλεις, ήταν γεωργοί και ίσως τεχνίτες καιέμποροι.
    Πάλι θεωρητικά, η χρήση νομίσματος αποθαρρύνθηκε μέσω μιας σειράς μέτρων. Αρχικά, το νόμισμα κατέστη άχρηστο: τα συσσίτια τα εξασφάλιζε το κράτος, οι πολυτέλειες και τα έργα τέχνης θεωρούνταν απαράδεκτα. Κατόπιν, το σπαρτιατικό νόμισμα ήταν επίτηδες δύσχρηστο: δεν υπήρχαν χρυσά και ασημένια νομίσματα, μονάχα ένα είδος κατασκευασμένο από σίδηρο, αξίας δυσανάλογης με το βάρος του, με αποτέλεσμα να απαιτείται καροτσάκι για να μεταφέρει κανείς ένα ποσό ίσο με δέκα μνες (ή χίλιεςδραχμές) και επιπλέον το νόμισμα αυτό δεν είχε ισχύ εκτός πόλεως. Τέλος, τα πλούτη περιφρονούνταν εκ πεποιθήσεως.
    Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα των ιστορικών θεωρούν πως στη αρχαϊκή Σπάρτη δεν υπήρχε νόμος που απαγόρευε το νόμισμα.[67] Πληθώρα μαρτυριών καταθέτουν πως οι Λακεδαιμόνιοι χρησιμοποιούσαν και κατά την κλασική εποχή νομίσματα.[67] Μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, η ίδια η πόλη βρέθηκε στο δίλημμα για το αν έπρεπε να εκδώσει αργυρό νόμισμα ή όχι.[68] Τελικά αποφασίστηκε να διατηρηθεί το σιδερένιο νόμισμα για συγκεκριμένες συναλλαγές και να εισαχθεί η χρήση πολύτιμων νομισμάτων για κρατικές υποθέσεις και μόνο. Τελικά, η Σπάρτη ακολούθησε το παράδειγμα των άλλων πόλεων στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., όταν ο βασιλιάς Αρεύς Α', στο πρότυπο των βασιλέων της ελληνιστικής περιόδου, έκοψε νόμισμα με τη μορφή και το όνομά του.[69]
    Παρά το πνεύμα ισότητας που εκφράζει η μεταρρύθμιση του Λυκούργου, ο πλούτος είχε κατανεμηθεί με πολύ άνισο τρόπο ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πρόσωπα που είχαν διακεκριμένη καταγωγή και ανήκαν ανάμεσα στα πιο εύπορα της πόλης.[70] Τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Αριστοτέλης σημειώνει πως ορισμένοι είχαν συγκεντρώσει μεγάλα πλούτη, τη στιγμή που κάποιοι άλλοι δεν είχαν σχεδόν τίποτε, καθώς επίσης πως και η γη ήταν στα χέρια ορισμένων μόνο πολιτών.[71] Ακόμη, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μοναχά μέρος των πολιτών κατείχαν γη κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.[72]

    Θρησκεία

    Η θρησκεία ήταν σημαντικό τμήμα του βίου των αρχαίων Σπαρτιατών, ίσως περισσότερο σε σχέση με κατοίκους άλλων πόλεων. Το μαρτυρά το πλήθος των ναών και ιερών που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας: 43 ναοί αφιερωμένοι σε θεότητες ἱερόν ), 22 ναοί αφιερωμένοι σε ήρωες ηρώον ), περίπου 15 αγάλματα θεών και 4 βωμοί.[73] Σε αυτά προστίθενται τα διάφορα ταφικά μνημεία, πολλά στον αριθμό μιας και οι Σπαρτιάτες ενταφίαζαν τους νεκρούς μέσα στην περίμετρο της πόλης,[74] εκ των οποίων ορισμένα είχαν και λατρευτικό χαρακτήρα: για παράδειγμα εκείνα του Λυκούργου, του Λεωνίδα Α' και του Παυσανία Α'.[75]

    Λατρεία και θεότητες

    Στην Αρχαία Σπάρτη οι γυναικείες θεότητες κατείχαν εξέχουσα θέση: από τους 50 ναούς που κατονομάζει ο Παυσανίας, οι 34 είναι αφιερωμένοι σε θεές.[76] Η Αθηνά, με μεγάλο πλήθος επικλήσεων, τιμάται περισσότερο από όλες. Ο Απόλλων είχε ελάχιστα ιερά, ωστόσο η σημασία του ήταν ιδιαίτερη: έπαιζε ρόλο σε όλες τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές, ενώ το σημαντικότερο θρησκευτικό μνημείο της Λακωνίας ήταν ο «Θρόνος του Απόλλωνα» στις Αμύκλες. Αξίζει να επισημανθεί και η ιδιαίτερη τιμή που αποδιδόταν στονΓέλωτα, δευτερεύουσα θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, που προσωποποιούσε το γέλιο.
    Τιμές αποδίδονταν επίσης στους ήρωες του τρωϊκού κύκλου. Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα ο Αχιλλέας δεχόταν θεϊκές τιμές και υπήρχαν δύο ιερά αφιερωμένα στο όνομά του. Επίσης θεοποιημένοι ήταν οι ΑγαμέμνωνΚασσάνδρα (υπό το όνομα Αλεξάνδρα), ΚλυταιμνήστραΜενέλαος και Ελένη. Η λατρεία της Ελένης και του Μενέλαου γινόταν, σύμφωνα με τον Παυσανία, στο λεγόμενο «Μενελάειο» στην Αρχαία Θεράπνη. Η λατρεία της Ελένης μάλλον άρχισε την αρχαϊκή εποχή, αντικαθιστώντας μία προγενέστερη θεά.
    Σημαντική ήταν επίσης η λατρεία προς τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, τους Διόσκουρους, διδύμους γιους του Δία. Ο Πίνδαρος τους θεωρεί «επιστάτες της Σπάρτης»,[77] καθώς η παράδοση κατονομάζει την πόλη ως γενέτειρά τους. Η δυαδικότητά τους θυμίζει εκείνη των δύο βασιλέων. Στους Διόσκουρους αποδίδονταν μια σειρά από θαύματα τα οποία σχετίζονταν κυρίως με τη σωτηρία σπαρτιατικών στρατευμάτων.
    Τέλος, ο Ηρακλής θεωρούταν στην Αρχαία Σπάρτη κάτι σαν εθνικός ήρωας,[78] αλλά και προστάτης – θεός των νέων. Ο θρύλος τον ήθελε να βοηθά τον Τυνδάρεω να ανακτήσει το θρόνο του. Επίσης πιστευόταν πως εκείνος κατασκεύασε το ναό του Ασκληπιού στην πόλη. Οι δώδεκα άθλοι του ήρωα εμφανίζονταν συχνά στη σπαρτιατική εικονογραφία.

    Θυσίες

    Οι Σπαρτιάτες, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, θυσίαζαν στους θεούς τους, ώστε να τους εξευμενίσουν και να ζητήσουν την βοηθειά τους. Είναι γνωστό ότι πριν από κάθε μάχη, οι Σπαρτιάτες προσέφεραν θυσίες στο θεό Έρωτα, κάτι τέτοιο δεν ήταν μόνο συνήθεια των Σπαρτιατών, αλλά και των Δωριέων της Κρήτης. Πολλοί προσπάθησαν να συνδέσουν τις συγκεκριμένες θυσίες με το θεσμό της παιδεραστίας.

    Γιορτές

    Η Αρχαία Σπάρτη είχε πολλές γιορτές, όπως και οι υπόλοιπες αρχαίες ελληνικές πόλεις, Μερικές από τις οποίες είχαν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η γιορτή της Ορθίας Αρτέμιδος που ήταν μία από τις πιο περίεργες στην Αρχαία Ελλάδα, λόγω της διαμαστίγωσης των έφηβων Σπαρτιατών στο βωμό της θεάς. Στο ιερό του Απόλλωνα στο Αμύκλαιο υπήρχε κοινή λατρεία του Απόλλωνα και του Υάκυνθου, λόγω της σχέσης των δύο θεών. Σε αυτές τις γιορτές περιλαμβάνονταν θρήνοι για τον Υάκυνθο και μουσικές και χοροί για τον Απόλλωνα. Τα Κάρνεια ή Κάρνεα ήταν ίσως η πιο σημαντική γιορτή των Δωριέων, που ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα Κάρνειο. Οι γυμνοπαίδες συνδέθηκαν με την λατρεία του Απόλλωνα, αν και δεν συνδέονται με τη συγκεκριμένη γιορτή. Γινόντουσαν πολλοί αθλητικοί αγώνες[79] τις ημέρες των Κάρνεων. Άλλες γιορτές της Σπάρτης ήταν τα Αγητόρεια προς τιμήν του Δία και του Απόλλωνα[80], τα Αγράνια προς τιμήν των νεκρών, εορταζόταν και σε άλλες πόλεις του ελληνικού κόσμου[80], τα Αθάναια προς τιμήν της Αθηνάς, τα Αλκίδεια, τα Αμύκλαια προς τιμήν του Απόλλωνα και των Διόσκουρων, τα Βρασίδεια προς τιμήν του πεσόντα στρατηγού Βρασίδα, τα Γυμνοπαίδια προς τιμήν του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητούς, όπου γινόντουσαν ετήσιοι αθλητικοί αγώνες παίδων, τα Δάμια προς τιμήν της θεάς της ευφορίας, Δάμιας, τα Διαβατήρια προς τιμήν του Δία, που ήταν καθαρά Δωρική τελετή. Ακόμη υπήρχαν τα Ελένια, προς τιμήν της Ελένης και του Μενέλαου, όπου γινόταν μεγάλη πομπή παρθένων προς το Μενελάειο στη Θεράπνη. Οι Σπαρτιάτες είχαν πολλές γιορτές που τις μοιράζονταν με τους υπόλοιπους Έλληνες[80].

    ΠΗΓΗ"Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου